ξετρελαίνω

ξετρελαίνω
ξετρέλανα, ξετρελάθηκα, ξετρελαμένος
1. κάνω κάποιον τρελό ή να χάσει τη σοβαρότητά του, τη σύνεσή του: Τον έχουν ξετρελάνει τα κορίτσια.
2. εμπνέω σε κάποιον υπερβολική αγάπη, εκτίμηση για το πρόσωπό μου: Οι μαθητές είναι ξετρελαμένοι με το νέο καθηγητή τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξετρελαίνω — ξετρελαίνω, ξετρέλανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξετρελαίνω — 1. κάνω κάποιον να τρελαθεί, να χάσει τελείως τα λογικά του 2. ενθουσιάζω, καταγοητεύω 3. εμπνέω παράφορο έρωτα, ξεμυαλίζω («τόν ξετρέλανε η ομορφιά της») …   Dictionary of Greek

  • αποτρελαίνω — τρελαίνω ολωσδιόλου, ξετρελαίνω, απομουρλαίνω …   Dictionary of Greek

  • ζουρλαίνω — [ζουρλός] 1. κάνω κάποιον τρελό, τρελαίνω, μουρλαίνω («τόν ζούρλαναν από το ξύλο») 2. ξεμυαλίζω, ξετρελαίνω 3. προξενώ σε κάποιον υπερβολική χαρά («τόν ζούρλανε με τα νέα που τού έφερε») …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεμυαλίζω — 1. κάνω κάποιον να χάσει το μυαλό του, να χάσει τα λογικά του, ξετρελαίνω 2. αποπλανώ, ξελογιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μυαλό] …   Dictionary of Greek

  • παλαβώνω — [παλαβός] 1. κάνω κάποιον παλαβό, ξετρελαίνω 2. γίνομαι παλαβός 3. είμαι παράφορα ερωτευμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”